- δείκελον
- τοβλ. δείκηλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δείκελον — neut nom/voc/acc sg δείκηλον representation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκελα — δείκελον neut nom/voc/acc pl δείκηλον representation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκηλον — και δείκελον, το (Α) 1. αναπαράσταση, παρουσίαση 2. ομοίωμα, εικόνα 3. φάντασμα 4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ τού δείκνυμι και στο επίθημα ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος… … Dictionary of Greek